- αυτοκινησία
- η [αυτοκίνητος]η αυτοκίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοκινησία — αὐτοκινησίᾱ , αὐτοκινησία fem nom/voc/acc dual αὐτοκινησίᾱ , αὐτοκινησία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκινησίᾳ — αὐτοκινησίᾱͅ , αὐτοκινησία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκινησίας — αὐτοκινησίᾱς , αὐτοκινησία fem acc pl αὐτοκινησίᾱς , αὐτοκινησία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκινησίαν — αὐτοκινησίᾱν , αὐτοκινησία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԻՆՔՆԱՇԱՐԺՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0860 Chronological Sequence: Unknown date գ. αὑτοκινησία motus proprius. Զօրութիւն ինքնաշարժ գոլոյ. անձամբ զանձն շարժելն. *Ըստ ինքնաշարժութեան (հրեշտակն՛ ոչ կայ, այլշարժի. իսկ ըստ էութեանն՝ կայս ունի, եւ ոչ շարժութիւն. Մաքս. ի դիոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)